Α-νυξιάτικα…

•13/05/2011 • 16 Σχόλια

1

Πιστεύουν κάποιοι πως ένα σωστό μοντέρνο ποίημα δεν πρέπει να εξυμνεί,
λοιπόν θεωρήστε γραφικό και λάθος αυτό εδώ το ποίημα
γιατί εξυμνώ το ανυπέρβλητο του έρωτα.

Λένε ότι το «σαν» είναι απαγορευμένο, μετατρέπει ένα ποίημα σε πεζό,
δεν ξέρω ακριβώς τι εννοούν, σκέφτομαι μόνο:
Σαν στέκεις πλάι μου εσύ,
τα πόδια μου πατάν ακλόνητα στη γη σαν δέντρου αιωνόβιου ρίζες
ιππεύουμε μαζί ένα σύννεφο, άσπρο σαν προβατάκι, καθαρόαιμο σαν άτι,
πεζές αυτές οι λέξεις…

Επισημαίνουν πως τα χρώματα ποτέ δεν βάφουν ποίημα, απλά είναι κοινοτοπίες,
αυτό όμως το κοριτσίστικο υγρό καφέ στα μάτια σου το αθώο,
χειλιών σου το απαλό το κερασί, κορμιού σου το καθάριο λευκό
σ’ έναν καμβά ζωγράφισα ένα σούρουπο,
κι ευθύς τον ζήλεψε ένα ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα και πόζαρε κοντά σου.

Μερικοί λένε ότι ένας καλός ποιητής γράφει ποίημα από το τίποτα. Ένας μέτριος
ή κακός από την πραγματικότητα ή το συναίσθημα.

Ε, αφού λοιπόν το ποίημα μου αφορίσατε, ορίστε έναπεζό και συγχωρήστε με…
απλά ποιώ και χαίρομαι επιτέλους τη ζωή… όχι πια μόνος…

2

Λουλούδι δεν θα σκοτώσω εγώ να σου χαρίσω
γρήγορα αυτό θα μαραθεί,
θάλασσας κύματα αδυνατώ να εκφεντονίσω
θα μας σκουριάσει η άρμη,
λίμνης τα στατικά νερά δεν θέλω να διαβούμε
τα νούφαρα δεν μας αντέχουν,
ποτάμια μόνο εγώ θαρρώ μας απομένουν
κι ανηφορώντας καταρράκτες χέρι σου ζητώ.
Ήλιος δεν ξέρω τι θα πει ούτε φεγγάρι
να με ποτίσουν λόγια τρυφερά,
ένα λυκόφως κι ένα σούρουπο για μένα είναι ίδιο
φτάνει να σ΄έχω αγκαλιά,
μια χαραυγή κι ένα δειλινό εγώ δεν βλέπω
τώρα που είσαι μακριά.
Τον ουρανό δεν σου χαρίζω ούτε αστέρι
είμαι ανίκανος να κλέψω κάτι από τη φύση,
μα μια καρδιά και μια ψυχή δική μου
σήμερα σου τυλίγω στο χαρτί.

3

ΔΕΝ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ ΠΟΣΟ ΣΑΓΑΠΩ..
ΔΕ ΘΑ ΣΤΟ ΠΩ ΣΗΜΕΡΑ ΚΙ ΑΣ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ..
ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ ΡΟΥΦΩΝΤΑΣ ΤΗ ΓΥΡΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΟΥ..
ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΣΤΟ ΠΩ ΠΟΤΕ..
ΘΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΑΥΡΙΟ ΟΤΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΟΤΑΝ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΣΟΥ ΝΑ ΣΟΥ ΑΠΛΩΣΩ ΤΟ ΧΕΡΙ..
ΤΟΤΕ ΟΤΑΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΧΑΡΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑ ΦΛΥΤΖΑΝΙ ΖΕΣΤΟ ΤΣΑΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΠΑΞΙΜΑΔΙ..
ΟΤΑΝ ΘΑ ΖΕΣΤΑΝΩ ΛΙΓΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΤΟΥΣ ΓΥΡΤΟΥΣ ΣΟΥ ΩΜΟΥΣ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΡΤΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΣΑΙ..
ΙΣΩΣ ΤΟΤΕ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΜΟΥ…
ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ..
MAΡΘΑ

Εγώ θα σου πω πόσο πολύ σ’ αγαπώ και σήμερα, όπως στο είπα και χθες.
Μακάρι να σου το λέω και αύριο, όταν πιασμένοι χέρι χέρι δεν θα έχουμε ανάγκη από μαγκούρες να στηριζόμαστε.
Όταν τα ρυτιδιασμένα προσωπά μας θα γδέρνουν τα χέρια μας σαν χαιδεύουμε ο ένας τον άλλο.
Όταν η πλατεία με το παγκάκι που κάποτε καθόμασταν θα έχει γίνει εμπορικό κέντρο.
Όταν ξαπλώνουμε με τα κόκκαλά μας να τρίζουν, εμείς αγκαλιασμένοι θα είμαστε και πάλι.
Και όπως πάντα από τις σιωπές μας, μέσα από τα μάτια μας θα αναβλύζουν χιλιάδες λέξεις να προσπαθούν να περιγράψουν τα ανείπωτα…
ΓΙΑΝΝΗΣ

4

Αφήστε οι ποιητάδες πανάκριβες τις πένες σας
να μάθετε να γράφετε με ματωμένα χέρια…
Πετάξτε οι απαγγελείς πυκνωτικά μικρόφωνα
στεντόρεια μπας ξαναγίνει η φωνή σας,
οι μουσικοί ας ξαναβρούν πεντάγραμμου κλειδια
όχι αυτά του σολ, του ντο μονάχα
πάρτε τα ξεραμένα σύνεργα οι ζωγράφοι
σε νέφτη αναγεννήστε τα,
βελούδινα γλύπτες σαν μείναν χέρια σας
στη λάσπη να σκληρύνετε.
Χωρίς εσάρπες, καλλιτεχνικά κασκόλ,
χωρίς ποσέτ, τσιμπούκια και τραγιάσκες.
Ο ήλιος δεν θα μας χωρεί τούτο το καλοκαίρι,
χωρίς κουβέρτες ανθρωπιάς θα μείνουμε.

42

Αν σε κάθαρια νερά να κολυμπάς δεν έμαθες ποτέ
στα κύματα να περπατάς μαζί μου μάθε,
αν η αγκαλιά σου έμενε πάντα κλειστή σε άλλους
τα χέρια σου τα σταυρωτά εγώ θα τα τεντώσω,
αν έχεις μάθει έχθρες να σκορπάς τριγύρω σου
με ροδοπέταλα θα φράξω κανονιών σου κάνες,
αν τα φιλιά σου είναι πεταχτά και τυπικά
την γλώσσα μου θα νιώσεις να χαϊδεύει την ψυχή σου,
αν με το να δηλώνεις άθεος ανυψώνεις εαυτό σου
αγγέλων τάγματα θα στείλω ταπεινά να σε υμνούν,
αν μου δηλώνεις υλιστής κι απάνθρωπος πως είσαι
έναν γέρο ανάπηρο κι αόματο θα φέρω απέναντί σου
μπας κι η καρδιά σου δει μακριά από ίριδες και χρώματα,
μπας στον καθρέφτη σου μπροστά επιτέλους αντικρίσεις
κάποιο παιδί να τρέχει πάλι…

5

Βρόντηξε κι άστραψε για λίγο ο ουρανός
σημάδια των καιρών λένε οι ευτραφείς,
πολιτικάτζες, μέντιουμ, οι σπουδαγμένοι γαρ,
σημάδια εσαεί λέω κι εγώ ο αμόρφωτος
ρυάκια κόκκινα κατρακυλούν
στων υπονόμων τις ρωγμές διυλίζονται,
το αίμα δίνει ένα τόνο αιχμηρό στη θάλασσα
κι οι παπαρούνα απαγγέλει μια ωδή προς τον Θεό
καθώς στεκούμενη πάνω στη σκουριασμένη σχάρα
λέει τις προσευχές της ματωμένη εκλιπαρώντας
αντί για όπιο, άρωμα να προσέφερε…
Αντί κλειδιά τα σκουριασμένα
ας ήταν άνοιξη να φέρει στους ανθρώπους.
Απέτυχε η δύσμοιρη, μην την κακολογάτε…
Ξέρετε άλλωστε καλά να βάφετε με κόκκινο
κόσμους ολάκερους μπροστά σας
μια παπαρούνα ποτέ δεν έπρεπε
λόγο να τον εκφέρει…

6

Τι όμορφη φύση είναι αυτή αγάπη μου
που τα πουλιά σού τραγουδούν ανέμελα…
…………………
Ποιο νοσηρό μυαλό γράφει ακόμα ποιήματα για φύση
αυτή που σε φορμόλες πλέον κατοικεί,
ποιος τόλμησε γι’ αγάπες να μιλήσει κι έρωτες
την κάβλα του να κρύψει την εφήμερη,
ποιος βλέμμα ύψωσε ποτέ στους ουρανούς
για να φιλήσει ή να φτύσει τον θεό του,
ποιος έπεσε σε πεζοδρόμιο γονυπετής
το χέρι ενός ζητιάνου να ζεστάνει
και μες τις στάλες της βροχής
να δει τον εαυτό του;
Ποιος στο πλακόστρωτο πατά
βρίζοντας τα πρεζάκια πηγαίνοντας για ψώνια,
παίρνοντας δόση από μπαταρίες αλκαλικές
που χώνει σε μια μήτρα της τιβί κοντρόλ
σπέρμα στον καναπέ να χύσει;
Πλέον κανείς δεν κατοικεί, πλέον κανείς δεν σκέφτεται
του νου μου τα λιβάδια μείναν χέρσα
της όψης μου τα χρώματα μαύρο σεντόνι τα σκεπάζει
μιλιάς μου τα ξεφωνητά με φίμωτρο γίναν μουγγητά,
μα μη σε νοιάζει πια, όπως δεν νοιάζει εμένα
μιας πασχαλίτσας τις τελείες
για πάντα εγώ θα ενώνω.
Κάποτε θα με μνημονεύουνε οι δειλοί
γι’ αυτή τη ζωγραφιά αγάπης.

7

Αυτή η πόλη κοιμήθηκε νωρίς.
Τυλίχτηκε στο πουπουλένιο πάπλωμα
χορτάτη από τις σάρκες και το αίμα
και με μια γεύση άλικη στο στόμα
χασμουρήθηκε.

Αυτή η πόλη χάθηκε στο διάβα της.
Στις φωταγωγημένες λεωφόρους
στάζουνε νέον οι επιγραφές
χρώματα πρέπει και μη εναλλάσουν τα φανάρια,
και οι διαχωριστικές γραμμές οι διακεκομμένες
σε υπονόμους μόνο ενώνονται.

Αυτή η πόλη έχτισε τα τείχη της.
Άγγιξε με το μπετόν της ουρανό
κι έβαψε ασπρόμαυρη την ίριδα.
Κρύσταλλοι υγροί και τρισδιάστατες εικόνες τρως
σαν τότε ακόμα που μπορούσες με τα μάτια σου να βλέπεις
κι όχι να κοιτάς απλά, θυμάσαι;

Αυτή η πόλη μάζεψε λουλούδια για το μνήμα της.
Αναπολούν όλοι και τη θυμούνται τότε που ήταν νέα
τότε που έσφυζε από χαρά κι από ζωντάνια
και τώρα με αποσμητικά και με φορμόλες
στη σήψη της παράταση να δώσει προσπαθεί.

Οι σαλπιγκτές της Ιεριχώς φιμώθηκαν.
Η τελευταία μελάνη αποξηράθηκε.
Το παιδικό το γέλιο έσβησε.
Η ύστατη κραυγή εξανεμίστηκε.
Έκλεισε κι η στερνή ταφόπλακα.
Τα τείχη αυτά κανένας πια δεν θα γκρεμίσει.

Αυτή η πόλη κοιμήθηκε νωρίς,
αλλά εμένα ύπνος δεν με παίρνει.

«Πότε θα βγεί να σκούξει κάποιος:
Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος.»
Ν.Γκάτσος

Καλησπέρα σας και μείνετε μακριά από το σαράκι του Φόβου και του Μίσους που μας διοχετεύουν καθημερινά.
Κάπου διάβασα ότι καλό είναι να είσαι αισιόδοξος. Γιατί αν και σε βάθος χρόνου οι απαισιόδοξοι έχουν δίκιο, οι αισιόδοξοι περνούν καλύτερα στο μεσοδιάστημα.
Να είστε και να φαίνεστε πάντα καλά. Τρομάξτε εσείς τους άλλους πρώτοι με το χαμόγελό σας!

Σύννεφο με παντελόνια

•14/04/2011 • 8 Σχόλια

1

«Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με
-αυτός δεν είναι τρόπος- (δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές
και η Βερόνικα Βιτόλοτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ.
Τ΄ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
«Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν» καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυο μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούν κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ΄στε καλά.»

Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκι

Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γεια σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.

Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια – δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

7/7/1893 – 14/4/1930

Ρώσος ποιητής, με πληθωρική παρουσία τα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ρωσικού φουτουρισμού.

Γεννήθηκε στη Βαγδάτη της Γεωργίας στις 7 Ιουλίου 1893. Ο πατέρας του ήταν ευγενούς καταγωγής (Ρώσος με κοζάκικες ρίζες), δασοφύλακας το επάγγελμα. Η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής. Από τα 14 χρόνια του ασπάσθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Βλαντιμίρ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του, Όλγα και Λουντμίλα, μετακόμισαν στη Μόσχα.

Το 1908 ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά την αποφυλάκισή του φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και προσχώρησε στο κίνημα των ρώσων φουτουριστών, όπου γρήγορα διακρίθηκε κι έγινε ο κύριος εκπρόσωπός τους.

Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός Τομάσο Μαρινέτι. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.

Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.

Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέο καθεστώς. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν.

Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική».

Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.

Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.

Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».

Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος, Πατρίκιος).

Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ’ εντολή του. Τη δεκαετία του ’90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.

Ν. Καρούζος
Μαγιακόφσκι

Ωραίος απ’ τη θύελλα της βιομηχανίας
αεροπόρος των ηλιόλουστων ημερών
μεγάλο δάκρυ
που κατεβαίνει ως τα χείλη
για να καίει τις αθάνατες Μαρίες
ο Βλαντιμίρ.
Ίσως έπρεπε πριν απ’ την ένδοξη ταφή
να φωτίζεται με προβολείς ο νεκρός του.
Ίσως αξίζει να τον βλέπουμε σαν καταρράκτη
ανάμεσα στην ορμή τ’ ουρανού και στα δάση.
Ίσως έπρεπε να διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ’ αρέσει που έπιασε την παλιά Ρωσία απ’ τα μαλλιά
και την έστειλε στο διάβολο
θρυμματίζοντας μια κιθάρα στο κεφάλι της.
Μ’ αρέσει που δεν θα πεθάνει ποτέ
γιατί δεν ξεχώρισε τη συμφορά και την ποίηση.
Μ’ αρέσει γιατί στάθηκε στο ύψος του
ο Βλαντιμίρ.
Αυτός είναι που έδινε στον Κουτούζωφ
τη μυστηριώδη δύναμη.
Αυτός είναι που σκύλιαζε πραγματικά
για το μέλλον. Αυτός
έλαμπε στην κατάλευκη ορμή του Ουλιάνωφ.
Απ’ την άγνωστη χαραυγή μας, απ’ τα σπήλαια,
έτσι δείχνουν τα πράγματα.
Η ζωή θα πρέπει να προσχωρήσει μαζί του
ολάκερη καθώς τη χάρισε στην καρδιά των δικαίων.
Η ζωή θα χρειαστεί και πάλι τους χαρταετούς.
Απ’ το βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλά στη νύχτα
κι απ’ τη βαθειά ειρήνη της σιωπής του
έβγαινε ο καπνός της μέσα μάχης. Ας είναι λοιπόν…
Ας είναι κι ο Βλαντιμίρ ένα σύμβολο
ανοιχτό στην ευτυχία.
Δεν ξέρω, βέβαια, τι είναι ευτυχία.
Γνωρίζω όμως τον αγώνα για δαύτη.
Δεν ξέρω τι κρύβει ο έρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πως είναι οι εξήντα τέσσερες άνεμοι.
Γνωρίζω πως είναι όλες οι ανατολές του ήλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!

«Η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά
σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνει.»

Ο Απρίλης της Μαρίας Πολυδούρη.

•31/03/2011 • 4 Σχόλια

1

«1η Απριλίου 1922: Να η μέρα μου! Η ημέρα που ήρθα στον κόσμο μέσα σ’ ένα σπιτάκι όμορφο, γεμάτο φως ημέρα που άκουσα τα πρώτα κελαηδήματα των πουλιών, είδα τα πρώτα ρόδα του έαρος. Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω ότι μόλις τα δέκα έχω περάσει. Και όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια λύπης και απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται μέσα σ’ αυτήν την ζωή των 20 ετών. Κι’ ακόμα πόσες φορές είμαι πολύ-πολύ περισσότερο από 20 ετών με τις νευρικές χειρονομίες μου, τις ρυτίδες του μετώπου μου, την μελαγχολική σιωπή μου!

Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε… Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ότι μου λείπει… με απελπίζεις».

89 χρόνια πέρασαν από τότε που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές. 109 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που γεννήθηκε η κοπέλα που έγραψε αυτές τις γραμμές στο ημερολόγιο της.

109 χρόνια από τότε που γεννήθηκε το ρόδο ενός σύντομου Απρίλη. Όλη της η ζωή – η ζωή που τόσο αγάπησε – κλεισμένη μέσα σε ένα μήνα.

Αυτό το ρόδο της άνοιξης είναι η Μαρία Πολυδούρη.
Το σημαντικότερο στοιχείο της προσωπικότητας της Μαρίας Πολυδούρη είναι η προσωπική της στάση και ο αγώνας που έδωσε στην ζωή της. Συνήθως, το όνομά της σκιάζεται από την παρουσία στην ζωή της του Κώστα Καρυωτάκη, παρουσία ιδιαίτερα σημαντική, καταλυτική θα λέγαμε. Όμως αυτή η σκιά την αδικεί, όχι ποιητικά, αλλά ως στάση ζωής.

Ο Καρυωτάκης με την ποίησή του και την αυτοκτονία του, ήταν το τέλος μιας εποχής. Η Πολυδούρη με τη στάση ζωής της και το έργο της που είναι στον προθάλαμο της ποίησης, γιατί η σύντομη ζωή της δεν της επέτρεψε να το ολοκληρώσει, σηματοδοτεί την αρχή μιας ρήξης.

Ως γυναίκα πάλεψε να σπάσει όλο το απίστευτο βάρος, κοινωνικών προκαταλήψεων και κοινωνικών «καθηκόντων» αιώνων ολόκληρων, δίνοντας μάλιστα έναν αγώνα που δεν περιοριζόταν μόνο στην δεκαετία του ’20, αλλά, υπό την έννοια της ουσιαστικής κοινωνικής απελευθέρωσης της γυναίκας φθάνει ως τα σήμερα.

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Γονείς της ήταν ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης και η Κυριακή Μαρκάτου. Μετά το Γύθειο και τα Φιλιατρά, το 1916 η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία είναι 14 ετών και θα δημοσιεύσει το πρώτο της ποίημα – ο «Πόνος της Μάνας» το 1915 στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ».

Τα πρωτόλειά της τα συγκεντρώνει στην συλλογή «Μαργαρίτες» η οποία δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Το 1918, τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται μετά από εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Ενδιαφέρεται για την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία, για το γυναικείο ζήτημα και την χειραφέτηση της γυναίκας.

Αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία που είχε υποσχεθεί στον πατέρα της για να υπερασπιστεί όλες τις αδικημένες γυναίκες του κόσμου.

Το 1920 μέσα σε διάστημα 40 ημερών η Μαρία Πολυδούρη χάνει και τους δύο γονείς της. Τους γονείς της που είχαν ανάψει την φλόγα της αναζήτησης, και της κριτικής σκέψης σε όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα της ασχολείτο και εκείνη με το γυναικείο ζήτημα, ενώ ο πατέρας της ήθελε τις κόρες του ελεύθερες. «Τι κάθεστε και κεντάτε, εγώ θέλω να γίνετε γυναίκες για να ανοίξετε τον δρόμο προς την χειραφέτηση. Εάν δεν τον ανοίξετε εσείς ποιος θα το κάνει στη θέση σας»;

Ήταν η Μαρία Πολυδούρη μαζί με μερικές άλλες γυναίκες που έστειλαν τηλεγράφημα στον Πρόεδρο της Βουλής επί Ελευθερίου Βενιζέλου και ζητούσαν παροχή ψήφου στις γυναίκες.

Η «καλή κοινωνία» των Καλαμών θα αναστατωθεί και όχι μόνο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες θα τα βάλουν με την «περίεργη» που φέρνει αναστάτωση στα «σπιτικά».

Η ανήσυχη Μαρία δεν θα μείνει στην Καλαμάτα μετά τον θάνατο των γονιών της. Θα κάνει το πρώτο άλμα και θα έλθει στην Αθήνα του 1920. Το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, ενώ το 1922 παίρνει μετάθεση για την Νομαρχία Αττικής με μισθό πείνας.

Η Πολυδούρη κυκλοφορεί σε αυτήν «την πόλη με τους μακριούς δρόμους», είναι μια γυναίκα περιζήτητη, περιφρονεί τα ήθη των αστών και το Τμήμα Ηθών της αστυνομίας τους που κυνηγούσε τα βράδια τις δεσποινίδες που δεν συνοδεύονταν.

Μια ανεξάρτητη νέα γυναίκα, στα μαύρα μάτια της οποίας καθρεφτιζόταν η περηφάνια της ύπαρξής της και η φωτιά του χαρακτήρα της που την ωθούσε να πίνει την ζωή ως την τελευταία σταγόνα.

«Μου λείπει μια καρδιά που να πονεί για μένα» θα σημειώσει η ίδια: Τον Ιανουάριο του 1922 η Πολυδούρη συναντά τον Καρυωτάκη στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εκείνος είχε μετατεθεί από την Σύρο. Ο Καρυωτάκης είχε ήδη δημοσιεύσει τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων» και τα «Νηπενθή».

Η σχέση τους ξεκινά θερμά, όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, ασθένεια ανίατη, τότε, και πράγμα -εξίσου σημαντικό- και κοινωνικά στιγματισμένη.

Στο ποίημά του «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα» ο Καρυωτάκης θα αποκαλύψει στην Πολυδούρη το φοβερό μυστικό του. Οι καταγραφές στο δικό της ημερολόγιο είναι σπαρακτικές.

Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στὴ νύχτα τοῦ Δεκέμβρη,
στὴ σκοτεινή, βαθιὰ δεντροστοιχία
μαζὶ πηγαίνουμε, μαζὶ καὶ ἡ μέρα θὰ μᾶς ἕβρει,
ὦ ἐρημικά, θλιμμένα μου στοιχεῖα.

Αὔριο, μεθαύριο, σύντροφο θὰ μ᾿ ἔχετε καὶ φίλο,
τὰ μυστικά σας θέλω νὰ μοῦ πεῖτε,
μὰ ὅταν, ἀργότερα, φανεῖ τὸ πρῶτο νέο σας φύλλο,
θὰ πάω μακριά, τὸ φῶς γιὰ νὰ χαρεῖτε.

Κι ἀφοῦ ταιριάζει, ὦ δέντρα μου νὰ μένω ἀπ᾿ ὅλα πίσω
τὰ θαλερὰ καὶ τὰ εὔθυμα στὴν πλάση,
ἐγὼ λιγότερο γι᾿ αὐτὸ δὲ θὰ σᾶς ἀγαπήσω,
ὅταν θὰ μ᾿ ἔχετε κι ἐσεῖς ἀκόμη προσπεράσει.
*****
Καθὼς βαδίζω, μιὰ σκιὰ μ᾿ ἀκολουθεῖ ἀπὸ πάνω
σὰν βαρὺ νέφος ἢ φτερὸ δυσοίωνου πουλιοῦ.
Εἶναι μαζί μου ὅπου νὰ πάω, μαζί μου ὅ,τι νὰ κάνω,
καὶ δὲν ἀφήνει οὔτε νὰ δῶ τὸν ἥλιο τοῦ θεοῦ.

Σύμβολα ἐμείναμε καιρῶν ποὺ ἀπάνω μας βαραίνουν,
ἄλυτοι γρῖφοι ποὺ μιλοῦν μονάχα στὸν ἑαυτό τους,
τάφοι ποὺ πάντα μὲ ἀνοιχτῆ χρονολογία προσμένουν,
γράμματα ποὺ δὲν ἔφτασαν ποτὲ στὸν προορισμό τους
*****
Ἄλογα μαῦρα, θίασος ἱπποδρομίου, πετοῦνε
οἱ σκέψεις τώρα, φεύγοντας τὴ μάστιγα τοῦ λόγου.
Κι εἶμαι ἕνας κλόουν τραγικός, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ δοῦνε
νὰ παίζει, νὰ συντρίβεται μὲ τὴν ὁπλὴ τοῦ ἀλόγου.

2

Η Πολυδούρη ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της εποχής της, με μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή, αν λάβουμε υπόψη μας και την ηλικία της, προτείνει στον Καρυωτάκη να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά.

Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε. Η ψυχολογική διάθεση της Πολυδούρη αποτυπώνεται στο ποίημα «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα» του 1922:

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη,
ὅταν ἀντικρὺ θἀνοίγη μέσ᾿ στὴ γάστρα μου δειλὰ
ἕνα ρόδο – μία ζωούλα. Καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ χείλη
καὶ θὰ μοῦ κλειστοῦν τὰ μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα θλιβερὴ σὰν τὴν ζωή μου,
ποὺ ἡ δροσιά της, κόμποι δάκρι θὰ κυλάη πονετικὸ
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ μὲ ρόδα θὰ στολίζῃ τὴ γιορτή μου,
στὸ ἅγιο χῶμα ποὺ θὰ μοῦ εἶνε κρεβατάκι νεκρικό.

Ὅσα ἀγάπησα στὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου θὰ σκορπίσουν
καὶ θἀφανιστοῦν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριοῦ.
Ὅσα μ᾿ ἀγαπῆσαν μόνο θἄρθουν νὰ μὲ χαιρετίσουν
καὶ χλωμὰ θὰ μὲ φιλοῦνε σὰν ἀχτίδες φεγγαριοῦ.

Θὰ πεθάνω μίαν αὐγούλα μελαγχολικὴ τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ στερνὴ πνοή μου θἄρθη νὰ στὸ πῆ καὶ τότε πιά,
ὅση σοῦ ἀπομένει ἀγάπη, θἆναι σὰ θαμπὸ καντύλι
– φτωχὴ θύμηση στοῦ τάφου μου τὴν ἀπολησμονιά.

Με ένα ποίημα του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», ο Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Πολυδούρη.

Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη. έμοιαζε το Ενδεχόμενο σα μια μεθυστική/ άβυσσος, όταν έρημος διαβάτης όλο σκύβει μόνο για να φαντάζεται το πέσιμό του εκεί.

Αυτή ήταν η πρώτη στροφή του ποιήματος. Αργότερα, ο Καρυωτάκης παρέλειψε την στροφή αυτή και έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» – είναι το μικρόβιο της σύφιλης – και το συμπεριέλαβε στην συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» του 1927:

Ἦταν ὡραῖα σύνολα τὰ ἐπιστημονικὰ
βιβλία, οἱ αἱματόχαρες εἰκόνες τους, ἡ φίλη
ποὺ ἀμφίβολα κοιτάζοντας ἐγέλα μυστικά,
ὡραῖο κι ὅ,τι μᾶς ἐδίναν τὰ φευγαλέα της χείλη…

Τὸ μέτωπό μας ἔκρουσε τόσο ἁπαλά, μὲ τόση
ἐπιμονή, ποὺ ἀνοίξαμε γιὰ νά ῾μπει σὰν κυρία
ἡ Τρέλα στὸ κεφάλι μας, ἔπειτα νὰ κλειδώσει.
Τώρα ἡ ζωή μας γίνεται ξένη, παλιὰ ἱστορία.

Τὸ λογικό, τὰ αἰσθήματά μας εἶναι πολυτέλεια,
βάρος, καὶ τὰ χαρίζουμε τοῦ κάθε συνετοῦ.
Κρατοῦμε τὴν παρόρμηση, τὰ παιδικά μας γέλια,
τὸ ἔνστικτο ν᾿ ἀφηνόμεθα στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.

Μιὰ κωμῳδία ἡ πλάση Του σὰν εἶναι φρικαλέα,
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πάντοτε τὴν πρόθεση καλή,
εὐδόκησε στὰ μάτια μας νὰ κατεβάσει αὐλαία
— ὤ, κωμῳδία! — τὸ θάμπωμα, τ᾿ ὄνειρο, τὴν ἀχλύ.

Κι ἦταν ὡραία ὡς σύνολο ἡ ἀγορασμένη φίλη,
στὸ δείλι αὐτὸ τοῦ μακρινοῦ πέρα χειμῶνος, ὅταν,
γελώντας αἰνιγματικά, μᾶς ἔδινε τὰ χείλη
κι ἔβλεπε τὸ ἐνδεχόμενο, τὴν ἄβυσσο ποὺ ἐρχόταν.

Η Μαρία αδιαφορεί για την υγεία της και παθαίνει αδενοπάθεια. Αναρρώνει στο Μαρούσι – τόπος παραθερισμού το 1923 – όπου την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης με τον οποίο διατήρησε φιλικές σχέσεις.

Το 1924 την ερωτεύθηκε ένας όμορφος, νέος και πλούσιος δικηγόρος, ο Αριστοτέλης Γεωργίου.

Ο Καρυωτάκης νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της θα της δώσει το πεζό ποίημα «Η τελευταία». Η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα:

Η Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Αριστοτέλη Γεωργίου και το 1925 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της.

Την ίδια χρονιά κατέφυγε στην Φτέρη Αιγίου και το πικρό ερώτημα που ανακύπτει είναι αν στις στάχτες και στα αποκαΐδια στα οποία μετετράπη και το μαγευτικό ελατόδασος το 2007 έσβησαν και τα βήματα της Μαρίας Πολυδούρη.

Εκεί έγραψε μια νουβέλα που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, ωστόσο με τον τίτλο «Μυθιστόρημα» περιλαμβάνεται στα «Απάντα» της που κυκλοφορούν από τις «Εκδόσεις Αστάρτη».

Το 1925 η Μαρία Πολυδούρη, φοιτά στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα στην Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι, ενώ την ίδια χρονιά ξαφνιάζοντας τους πάντες φεύγει για το Παρίσι, όπου φοίτησε στην σχολή υψηλής ραπτικής Εκόλ Πιζιέ, ενώ το πάθος της για την ζωή την έκανε να σπαταλά. Την 1η Φεβρουαρίου 1928 στα αρχεία του νοσοκομείου Σαριτέ, με τον αύξοντα αριθμό 1754 κατεγράφη η είσοδός της σε αυτό ως φυματική…

Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Την έβαλαν στη τρίτη θέση σε ένα δωματιάκι που προοριζόταν για τους κατάκοιτους.

4

Εκεί θα μάθει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και εκεί θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, άρρωστος κι αυτός τότε, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημα «Θυσία». Στη «Σωτηρία» θα της σταθεί ιδιαίτερα η αδελφή της Βιργινία που αφιέρωσε όλη της την ζωή στην Μαρία.

Στον κ. Γιάννη Ρίτσο

Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη
με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι
έχει βαρύ, μ’ αγγίζει σαν το μάτι
του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει
και σκύβει σαν ο ένοχος μπροστά σου.
Καμμιά φωνή να μου φωνάζη, στάσου.
Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζη.

Και δεν αντέχω, θα τ’ακούσης όλα,
τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη.
Θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι
καρδιά μου ερημική κι’ ονειροπόλα.

Κύτταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει
τόση γαλήνη κι’ όταν αντικρύζη
τον κάμπο είνε σα χάδι, δε δροσίζει
όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει…

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη
πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κ’ έρμη.
Της ύπαρξής σου σούκλεψαν τη θέρμη
κ’ η δρόσο του καημού σούχει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει
έμεινες μοναχά με τη λαχτάρα,
που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα
τίποτα πια ’πο σε να μην αφήση.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύη
τότε και σένα αγάλια να χλωμαίνης.
Σούειπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένης
και σούδειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι;
την εκαμάρωσες και συ καρδιά μου.
Αχ, η αρμονία πως ώρμησε βαθιά μου
τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι…

Τώρα, για σένα είνε όλα τελειωμένα.
Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει.
Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει
Μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα.

Το δωματιάκι όπου νοσηλευόταν το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Μποντλέρ, ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της. Την επισκεπτόταν ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, οι ποιητές Παπαδάκης, Ζώτος, Χονδρογιάννης. Της συμπαραστάθηκε με πολύ αγάπη η Μυρτιώτισσα.

Το 1928 η Μαρία Πολυδούρη εκδίδει την συλλογή της «Τρίλιες που σβήνουν» και το 1929 πάντα νοσηλευόμενη στην «Σωτηρία» εκδίδει την δεύτερη συλλογή της «Ηχώ στο Χάος»

Τον Φεβρουάριο του 1930, η Μαρία Πολυδούρη μεταφέρεται στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια με πρωτοβουλία του Άγγελου Σικελιανού και μερικών άλλων φίλων που δεν άντεχαν να την βλέπουν να αργοπεθαίνει πάμπτωχη σε άθλιες συνθήκες δημόσιου νοσοκομείου. Αρνείται τον έρανο που είχε ανοίξει το «Βήμα».

Έφυγε τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 με ενέσεις μορφίνης που ζήτησε να της «περάσει» ένας αφοσιωμένος θαυμαστής της ο Βασίλης Γεντέκος. Κηδεύτηκε την ίδια μέρα στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Ο τάφος της δεν υπάρχει. Η εκταφή των οστών της πραγματοποιήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1933 από την αδελφή της Βιργινία.

Σύντομο το πέρασμα της από τούτη τη ζωή. Τη ζωή που λάτρεψε, την ζωή που αγάπησε, τη ζωή που ήθελε να ζήσει, τη ζωή της που δεν χωρούσε σε πλαίσια. Το προαίσθημα πως η ζωή της θα είναι σύντομη, οδήγησε την γραφή της. Μια γραφή για όνειρα απραγματοποίητα, μια γραφή για έρωτες ανεκπλήρωτους, μια γραφή για αβάδιστους, ακόμα, δρόμους εντός μας, και μέσα στις πολύβουες πολιτείες, μια γραφή για νυχτερινούς διαβάτες που τα πιο ακριβά τους όνειρα τα πατούν οι αδιάφοροι περαστικοί.

«Εμείς οι νέοι, ολότελα ξένοι στην οικογένεια είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον που κρυφά ανήκει μόνο σε μας. Εμείς την ώρα που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας να ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής» έγραψε ο Άγγελος Τερζάκης στο κείμενό του «Ο ματωμένος λυρισμός» που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» στις 19 Απριλίου 1961, ενώ θα ολοκληρώσουμε αυτό το σημείωμα με ένα απόσπασμα από κείμενο της Πολυδούρη [διατηρώντας την ορθογραφία της εποχής] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1331 τα Χριστούγεννα του 1982.

«Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθής όχι η ζωή. Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω -μάλλον τι ξεντύσιμο- για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαϋλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα».

Άνοιξη (Κ.Καρυωτάκης)

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.

Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ’ άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.

Άνοιξη (Μ.Πολυδούρη)

Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο
πως λείπω μακριά ’πο σέν’ Αθήνα.

Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μέσ’ στου ηλίου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη
και νοιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτη.

5

«Ἀγαπητοὶ φίλοι!

Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουνα βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια μέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνιωθα μέσα μου, κι᾿ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ᾿ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;

Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί… Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι᾿ ἄλλοι – οἱ λίγοι – προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ᾿ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα…

Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε… – οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους – δὲν τόλμησε νὰ νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν – εἴμασταν – δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι… Ἀπόκληροί της ἀντίληψης… Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε… Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα… ὅτι ἤμουνα γι᾿ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἐαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου…

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ – ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ – μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο… Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη… εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι᾿ ὅμως – θεὲ συγχώρεσέ με – θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια… Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη… Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ… νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφτανα… τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου… νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν᾿ ἁπλώνονται σὲ μένανε νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν… νὰ ἰδῶ… νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου… Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν…

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη… Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν᾿ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ ἀφήσετε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν᾿ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴ χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι᾿ ὅταν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια…

Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν…

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.

Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη»

Τον Δεκέμβριο του 1927, ο Καρυωτάκης εκδίδει τη τελευταία του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάται στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή, αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και την μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιούλη αποπειράται να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα, αφού επισκέφτεται ένα καφενείο της Πρέβεζας, λίγες ώρες αργότερα αυτοκτονεί με περίστροφο κάτω από έναν ευκάλυπτο.

Στο μεταξύ,στο Παρίσι η Πολυδούρη σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση. Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου μαθαίνει για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, με τίτλο «Ηχώ στο Χάος». Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930.

Είπα να πρωτοτυπήσω και να σας βάλω μια πρωταπριλιάτικη ιστορία αγάπης… τα ψέματα τα αφήνω σε άλλους…

Καλό μας μήνα με πάσα ειλικρίνεια, να είστε όλοι καλά και να μάχεστε για το καλύτερο…

Κατά συνθήκην, ενεός ποτέ…

•22/03/2011 • 4 Σχόλια

1

Την ύβρη που διέπραξες εγώ δεν συγχωρώ
απόγονε και είλωτα του πάθους και της έπαρσης.
Θάβω παιδιά όχι με φτυάρι και χρυσάνθεμα
μα δανειζόμενος της μήτρας τους τα χέρια,
βαφτίζω μ’ αίμα τα καθάρια νερά που σε ποτίζουν άνθρωπε
νοθεύω σπέρμα σου να σ’ εξαλείψω θέλω από εδώ.
Ύβρη διέπραξες, αλλά δεν μένω ενεός,
καταστροφές που ούτε η βίβλος είχε φανταστεί
με μένος και οργή εγώ θα σου δωρίζω απλόχερα,
μέχρι να μάθεις τ’ όνομά μου.
Χορτάρια πια δεν θα πατείς, ούτε αέρα θ’ ανασαίνεις,
σε αγκάθια χαμερπής θα σέρνεις πλέον των χνώτων σου τη σήψη.
Τη λέξη Κάθαρσις ποτέ δεν γνώρισες, αλλά θα μάθεις δυστυχώς το όνομά μου:
Νέμεσις.

2

Όχι, φεγγάρια πλέον δεν κοιτώ, τις πλάτες μου γυρίζω
μισώ το στρογγυλό, το ολάκερο, το ολοκαμωμένο.
Γίνε κι εσύ κάτι μισό αν θες να γίνουμε ένα,
όπως λειψός είμαι κι εγώ από τη γη τη στέρφα.

Όχι, τον κεραυνό πλέον δεν τον προτιμώ
πιο γρήγορα εγώ φεύγω, δικά μου για ταξίδια
την αστραπή τυφλώνω με σπίρτου λάμψης εκπνοή
καθώς θα χύνει νικοτίνη ηδονικά στα χείλη μου.

Όχι, εσείς πισώπλατα για μένα μην χαλιέστε
ούτε και να απασχολώ κλεψύδρες σας να ρέουν και για μένα,
δεν ζήτησα ποτέ από κανέναν κάτι, ίσως γιατί δεν ένοιωσα
ποτέ μου αρκετός.

Αφήστε με τουλάχιστον να αγναντεύω κάτι,
να κυματίζω μία θάλασσα ρηχή,
ενός λοφίσκου κορυφές εγώ να βάζω πέτρες,
σ’ ένα παιδί που πλένει τζάμια να του χαρίσω λίγο ψωμί,
λίγο μόνωση να βάλω σε χαρτονένια κούτα που κοιμάσαι,
πολύ μονωτική ταινία έχετε στο στόμα σας, φιμωμένοι, δώστε λίγη…

Καλόψυχος δεν είμαι εγώ, είμαι νευριασμένος
σαν βλέπω κάποια μάτια στο δρόμο εκστατικά
μισώ και τις αγάπες σας, μισώ τα εφήμερά σας.

Ποτέ ξανά μην κοιταχτείς στα μάτια μου,
αν δεν ξέρεις να διαβάζεις…

3

Γιατί με σταυρώνετε με σκουριασμένα καρφιά
που βγάλατε από άλλων τις καρδιές;
Τουλάχιστον χώστε μου νέα, ασημένια,
που μόλις τώρα ακονίσατε.
Και μην φοβάστε, ποτέ μου βράχο δεν θα κινήσω εκατοστό.
Δεν πρόκειται ποτέ ξανά ν’ Αναστηθώ…

Κι ήρθα απόψε για να πιω
έναν καφέ μαζί σας
σε τούτο το καφέ των ποιητών
τι ανάσα, πόσο χάδι…

Μα ξέχασες κονιάκ εσύ να με κεράσεις
κι έμεινα με τους ζωντανούς μονάχα να αγροικάω,
παξιμαδάκι έφαγα, τη σησαμένια γεύση του νεκρού
ποιος να μπορεί ουρανός μονάχος να χωνέψει;

Με πατερίτσες όταν βαδείς καθρέφτης ποιος θα σε θωρεί
τα άστρα θα λάμπουν πάντα αόματε να σου στραγγιξουν δάκρυα
που που μόνο σαν ξανεμιστούν θα βλέπεις στο σκοτάδι
μ’ αυτά που τα μάτια σου που δεν έκλεισες ποτέ
μπας επιτέλους δεις…

6

Συγγνώμη, αλλά η Μάνα Αλήθεια δεν με βύζαξε ποτέ,
ούτε και μια Αλήθεια κάθισε στο τραπέζι μου, δεν είχε χώρο βλέπεις,
όλων εσάς τις θεωρίες σας ήθελα να ταΐσω,
με τα γαμψά σας νύχια τα μαύρα σας τα δόντια σαν γυμνάζατε.

Συγγνώμη, αλλά Εγώ δεν είσαι εσύ,
μην προσπαθείς με λόγια να με εντάξεις πουθενά γελοίε,
ποτέ δεν ένοιωσες τον πόνο μου αστείε,
συγγνώμη, αλλά εσύ δεν είμαι εγώ…

Συγγνώμη για το ωραίο προσωπείο που σου χάραξα,
για τα μελάνια που στα μάτια σου τα χύνω,
ελπιδοφόρα τα μηνύματα σαν έγραφες
μα τώρα μένει μοναχός ο σάπιος στύλος.

δ

Θέλω να δείτε λίγο μιαν εικόνα
δεν ξεστομίζω τίποτα,
ούτε σπουδαία επίθετα δεν βρίσκω
μήτε με ωραία ρήματα ζωές σας θα ανθίζω
προπάντων την αγάπη μου με βάθη χρόνου τη πενθώ.
Θέλω να δεις αυτά τα περιστέρια
να νιώθεις μες στις χούφτες σου τσιμπήματα
τα νεογνά τους να ταΐζουν μυρωδιά σου
μες τις φτερούγες τους να θέλεις να χωθείς.
Θέλω να ‘ρθείς απόψε στο πέταγμά μου
ταίρι μου να σε αποκαλώ και συνοδό
σκουλήκια γης κι επίγειες τροφές μην με φιλέψεις
μονάχα κέρνα με μια βραδιά στον ουρανό.
Θέλω δειλά αύριο να με ξυπνήσεις
να πεις πως ήταν λόγια ποιητικά
ξέρω στην αγκαλιά σου εγώ πεθαίνω
για δυο σου χάδια ευβλαβικά.

h

Ενώ εγώ που διάβασα κάποτε Παλαμά
κακή φωτιά δεν γνώρισα ποτέ στα στήθη μου να καίει,
μόνο ένα ψύχος ένιωσα σαν κοίταξα στην άνοιξη
τα μπλαβιασμένα τρυπημένα μπράτσα σου.

Εγώ που ανακατεύω τώρα γράμματα, αχό πλέον δεν βγάζω
όχι από τις φλέβες σου που ουσίες τώρα τις δονούν
όχι από τα μάτια σου που δεν στραγγίζω δάκρυ
σε κέρασα λίγη καρδιά, μα εσύ ζητούσες πρέζα.

Δειλά με γνώρισες, θυμόσουν τ’ ‘ονομά μου,
Γιάννη, μου είπες, δώσε ένα ευρώ,
κι εγώ ο μαλάκας δειλά να σ’ αποφύγω
με πέντε ευρώ έχτισα την ταφόπλακά σου…

ζ

Ζήτα μέχρι το ήτα χωρίζει ένα ωμέγα
ζωή να συναντήσεις είναι μακρύς ο δρόμος
μα εσύ τον περπατάς ξυπόλυτος…

Αυγή μέχρι το σούρουπο απέχει μιαν ανάσα
κι εσύ ηδονικά τη βγάζεις, έχεις κουραστεί
από ακτίνων φαιδρών ήλιων χάιδεμα στα μάτια σου.

Σε μια αγκαλιά του φεγγαριού τυλίγεσαι
σε τόπους που κουρνιάζω τώρα εγώ
στα χρώματα της αύρας μου αναμιγνύεσαι
παίρνω φεγγάρι παραμάσχαλα και προχωρώ
δικής σου μιας καρδιάς τους χτύπους προσμονώ…

Για όλη τη σαπίλα του ανθρώπου, για όλη τη σήψη των ιδανικών, για όλους όσους επαγρυπνούμε, για όλους τους κάκτους που θα γεννήσουν άνθη, για όλη τη φύση που θα ξαναβαφτεί πράσινη, για όλα τα παράσιτα που θα εκλείψουν μη βρίσκοντας ξενιστές…

21η Μαρτίου –Ημέρα της ποίησης- Οι παγκόσμιες ημέρες των ελλειμμάτων μας ….

•21/03/2011 • 7 Σχόλια

1

Από τον Φαίδωνα Θεοφίλου (http://theofilou.blogspot.com/2011/03/21.html)

Η παγκόσμια ημέρα της ποίησης λοιπόν, όπως και η ημέρα της γυναίκας, της Γης κ.ά. γραφικές παγκόσμιες ημέρες.

Ας μείνουμε στην ημέρα της ποίησης. Στην πραγματικότητα γιορτάζουμε την τέχνη εκείνη που στην Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να ανθίζει, σύμφωνα με τα στοιχεία και την υπάρχουσα υψηλή ποιητική δημιουργία του παρελθόντος και του παρόντος.

Γιορτάζουμε όμως μια τέχνη που δεν έχει πια αποδέκτες, δεν έχει κοινό αλλά μόνο δημιουργούς. Γιορτάζουμε μια τέχνη που προίκισε τη χώρα μας με ό,τι σπουδαιότερο έχει να επιδείξει η Ελλάδα στο χώρο της Τέχνης, και που τελικά, αυτή η τέχνη ζει μόνη, στη λαμπερή της μοναξιά, χωρίς να την προσεγγίζουν αναγνώστες, αφού δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα μια συστηματική διδασκαλία προσέγγισης των παιδιών πάνω στη μεγαλύτερη τέχνη που αξιώθηκε η χώρα μας. Λυπούμαι να πω, ότι στα σχολεία, η συντριπτική πλειοψηφία των φιλολόγων ανήκει στην κατηγορία των… φελλολόγων .

Ποιος να εξηγήσει στα παιδιά μερικά βασικά πράγματα π..χ. ότι η ποίηση δεν είναι προϊόν μιας απλοϊκής συναισθηματικής εξομολόγησης, ότι η ποίηση δεν είναι οι στίχοι για τραγούδια ούτε αποτέλεσμα μόνο μιας συναισθηματικής εκτόνωσης; Ότι το ποίημα είναι ένα αυτόνομο έργο τέχνης; Ότι η προσέγγισή του θα βοηθήσει να δούμε και την αθέατη πλευρά του έσω και του έξω μας κόσμου; Ότι θα μας αποκαλύψει τις μαγικές στιγμές της γλώσσας; Ότι θα διευρύνει τη θέασή μας και την πνευματική μας συγκρότηση; Ότι θα ακονίσει την αισθητική μας; Για να πούμε κάποια απλά και βασικά πράγματα.

Στα Μ.Μ.Ε. και μόνο στα κρατικά, υπάρχει πότε-πότε σα σταγόνα στον ωκεανό, κάποια αναφορά στην ποίηση αλλά κι αυτή από ανίδεους παραγωγούς και με όρους «γραφικότητας».

Πότε το Υπουργείο Παιδείας ή το ΥΠΠΟ επεξεργάστηκαν ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την ποίηση;

Πότε έγινε μια συστηματική προβολή της ποίησης από τηλεοπτικά κανάλια σε στρογγυλή τράπεζα, για να προσεγγίσει-γνωρίσει το κοινό τη τέχνη της ποίησης με ευθύ, καθαρό και άμεσο λόγο, χωρίς περισπούδαστες μπαλαφάρες αυτοπροβολής των συμμετεχόντων;

Η 21η Μαρτίου ως ημέρα της ποίησης, θα είχε νόημα κατά τη γνώμη μου, αν ήταν η κορυφαία στιγμή της ποίησης κάθε χρόνο, που θα βασιζόταν όμως σε μια συστηματική καλλιέργεια με όλα τα μέσα, και μόνιμη προσπάθεια εξοικείωσης του κοινού με την τέχνη αυτή.

Τώρα είναι απλά μια επέτειος που καλύπτει τα ελλείμματά μας σ’ αυτό το χώρο που κατ’ εξοχήν δεν έπρεπε να υπάρχουν, αφού η ποίηση στην Ελλάδα είναι ένα μόνιμο άλλοθι ποιότητας, που όμως δεν έχει ανταπόκριση στο κοινό.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ίσως, ότι η εποχή μας, όπου επικρατεί ο θραυσματικός και ασθμαίνων λόγος, δεν χρειάζεται την ποίηση.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα έπρεπε ως χώρα να προσπαθήσουμε να περάσουμε την ποίηση στα παιδιά και στους ενήλικες, αφού σ’ αυτή την τέχνη πηγαίναμε πάντα καλά και εξακολουθούμε να πηγαίνουμε;

Έτσι λοιπόν η 21η Μαρτίου είναι απλά ένα πανηγύρι που θυμίζει την ύπαρξη της ποίησης, τίποτ’ άλλο. Μετά θα την επικαλύψει η σιωπή, μέχρι την επόμενη επέτειό της.

Ως ποιητής, λοιπόν, και για τους λόγους που ανέφερα, θεωρώ μάταιη και περιττή τη συμμετοχή μου με οποιονδήποτε τρόπο, στην επέτειο αυτή.

Θα πάω λοιπόν μια βόλτα στο φεγγάρι και θα επιστρέψω μετά τη λήξη της, για να επικοινωνήσω πάλι με την ποίηση και με όσους φίλους της έχουν απομείνει….

Από τον Φαίδωνα Θεοφίλου

Την ημέρα που όλοι εσείς γιορτάζετε, εγώ πενθώ…

Αντάμωση…

•18/03/2011 • 6 Σχόλια

1

Η ξύλινη πόρτα έτριζε από τον χιονιά και το ξεροβόρι.
Μα εσύ άκουγες χτύπους σαν ολοένα και κάποιον προσμενούσες. Σαν άνοιγες την πόρτα έβλεπες το χιόνι να φτάνει το μισό μέτρο και ίσως τις πεινασμένες ματιές των λύκων να αλλαξοκοιτούν. Ασφάλιζες με βία το πόμολο και τάιζες το τζάκι σου με ξύλα. Είναι βαρύς και τούτος ο χειμώνας, έλεγες, κοιτάζοντας μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Αυτή τη θάλασσα που ντύθηκαν τα μάτια της έχεις 20 χρόνια να τη δεις, μόνο μονολογείς πλέον… Και όταν την συνάντησες στερνή φορά στο μνήμα σου έλειψε πολύ αυτό το θαλασσί και βούτηξες στον όρμο να πνιγείς, ανίκανε, δεν το θυμάσαι;

Ανίκανος και τώρα είσαι, με τη μασιά στα χέρια σου πάνω από το μαγκάλι. Τρέμει η καρδιά σου σύγκορμη κι εσύ ζεσταίνεις τα άκρα σου, ανίκανε…
-«Σκάσε, τι θες εγώ να κάνω πια;» φώναξες στον αέρα.
Συνήθιζες να μιλάς με τον αέρα, τους τοίχους, τα βουνά, οι λιγοστοί οι άνθρωποι που σ’ ‘ έβλεπαν σε έλεγαν τρελό. Ήσουν εχθρός με ό,τι κυλούσε, μία πηγή, ένα ποτάμι, μία θάλασσα εσένα πάντα σκότωνε.
Ή μάλλον πάντα αθώωνε, ο θάνατος θα ήταν δώρο στη μαύρη σου ψυχή.

Τρέμουν τα χέρια σου σαν κάνεις τον σταυρό σου προτού φας. Στην πόλη δεν κατέβηκες να πάρεις τα φάρμακά σου, ούτε καν που κατέβηκες να δεις το λείψανο της γυναίκας σου, τι μου λες…
Άφηνες μόνο το χρόνο να κυλά, αλλά εσύ ποτέ δεν έτρεχες, άφηνες μόνο να σου κιτρινίζει παλιές φωτογραφίες, που όταν ζούσαν εσύ δεν έβλεπες…
-«Μια χαρά…» λες, καθώς σηκώνεις το τσουκάλι απ’ τη φωτιά.
-«Μια χαρά…»
Καταβροχθίζεις τις πατάτες, τις μελιτζάνες, τα καρότα σου, μα στην άκρη αφήνεις το λιγοστό το κρέας.
Αυτό που θα πετάξεις έξω σε λύκους και σκυλιά….
Κάνεις την ανάγκη σου και με νερό ποτίζεις μία κούπα. Πέφτεις για ύπνο, αποκοιμιέσαι…

Μα ξαφνικά ακούς χτυπήματα στην πόρτα, φωνάζεις, βρίζεις μα δεν απαντούν, ολοένα σου χτυπάνε….
Ανοίγεις και βλέπεις δυο ματάκια γαλανά που σου προσφέρουν χέρι,
δακρύζεις, τρέμεις σύγκορμος αλλά έδωσες το χέρι.

Κανείς δεν είδε τίποτα, ούτε χνάρια μες τα χιόνια
ούτε σας είδαν αγκαλιά, ούτε το φως σας είδαν,
κι εγώ ουρανό δεν είδα καν τόσο αίμα που κυλούσε
μόνο τις σάρκες μάζευα από λύκο που πεινούσε…

Ένα χρόνο μετά…

•12/03/2011 • 12 Σχόλια

1

Ήταν σαν πέρυσι που το blog αυτό άνοιξε τα μάτια του στο χάος του κυβερνοχώρου και άρχισε να πιάνεται δειλά και να υφαίνει λίγες κλωστούλες στον παγκόσμιο ιστό.
Γεννήθηκε νευρικά, θυμωμένα, ίσως λίγο προσβεβλημένα και βιαστικά, με δάκρυα στα μάτια.
Βλέπετε, δεν κυοφορήθηκε αργά και σταθερά, αλλά ξεβράστηκε σε κάτι λιγότερο από 2 ώρες.
Ο υποφαινόμενος μέχρι τότε είχε μέσα του το σαράκι της έκφρασης μέσω του γραπτού λόγου, αλλά δεν είχε δικό του σπίτι, ίσως λόγω βαρεμάρας κι αναβλητικότητας. Με λίγα λόγια αλήτευε από δω κι από κει καταντώντας κουραστικός αρκετές φορές με τα μακρυνάρια που άφηνε.
Ήταν 12 Μαρτίου του 2010 όταν η κυρία Στεφανία Ταπτά ή κατά κόσμον Άιναφετς ανάρτησε αυτό εδώ το post.

Το παρακάτω σχόλιό μου ήταν καταλυτικό:

«Kαραπιπέρης Γιάννης 11 Μαρτίου 2010 στις 10:03 μμ

Και λίγο Pablo Neruda:

Αργοπεθαίνει…
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δε διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δε μιλεί σε όποιον δε γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει…
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι”
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων
που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει…
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δε διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα
για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μιά φορά στη ζωή του
να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει…
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δε διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δε βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει…
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για την τύχη του
ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει…
όποιος εγκαταλείπει μιά ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δε ρωτά για πράγματα που δε γνωρίζει.

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μιά προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.
Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιάς λαμπρής ευτυχίας.

“’Όπου παώ κρατώ ….πάντα ανάμεσα στα δόντια μου σα φύλλο δάφνης την Ελλάδα”
Ν. Καζαντζάκης

«Αν θέλεις να σε σέβονται, πρέπει πρώτα εσύ να σέβεσαι τον εαυτό σου.»
Κλεάνθης

«Όποιος έχει το πόδι του έξω από τη φωτιά, μπορεί εύκολα να δώσει συμβουλές σε αυτούς που καίγονται.»
Αισχύλος

«Ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου αποκαλύπτεται όταν κατέχει δύναμη και εξουσία. Αυτές φουντώνουν κάθε πάθος και φανερώνουν κάθε κρυμμένο ελάττωμα.»
Πλούταρχος

“Αξίζει φίλε μου να ζεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει”
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

Venceremos «

Η απάντηση που ήρθε μου χτύπησε τις καμπάνες μέσα μου:

«Άιναφετς 11 Μαρτίου 2010 στις 10:27 μμ

Λοιπόν Jean: Αν, λέω αν, “περιμαζέψω” ότι έχεις γράψει εδώ…μπορώ να σου ανοίξω blog!!! αν πάρω και τα σχόλια που αφήνεις στου Π-συντρόφου…..ουουου!
Λοιπόν αποφάσισα, να σε ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΩ* στην ανάρτηση δικού σου blog, γι’ αυτό δεν θα σου ξαναπαντήσω!!! χι χι χι
Δεν είναι δυνατό, να γράφεις περισσότερα από την ΚΜΝΒ…γιατί αυτό λέγεται… κατάχρηση φιλοξενίας**….και αυτό ξεκινά από ΤΩΡΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
* ξέρω ξέρω τις γνωστές δικαιολογιές…
** Tu est puni mon cher ami!»

μετά από λίγες ώρες το «Νύχτωσε νύχτα» είχε αναρτηθεί, το πρώτο μου ποστ.
Άρχισα επιτέλους να ξεβράζω τις σκέψεις μου, τις ιδέες μου εδώ… Προχώρησα παραπέρα, με εξέφραζε η ποίηση ανέκαθεν, μα ποτέ δεν είχα μπει στη διαδικασία να εκφραστώ μέσω αυτής, προτιμούσα να μένω κλειδαμπαρωμένος και να περιμένω τον κλειδοκράτορα να με ανοίξει. Βαρέθηκα, μπούχτισα, έσκασα επιτέλους κάποια στιγμή, σ’ αυτό βοήθησε πολύ η Μαρία η ΦΕΜ, την οποία την ευχαριστώ πολύ για το έναυσμα.

Άρχισα να γράφω, να εκφράζομαι, να χύνω αίμα και δάκρυα στα πλήκτρα που πατώ, να μην φοβάμαι να εκθέτω την ψυχή και την καρδιά μου πλέον, να ονειροβατώ πιασμένος από τα μαλλιά ενός ήλιου ανέβαινε ψηλά, να κοιμάμαι αγκαλιά πλάι σε μισοφέγγαρο μπας και το κάνω ολόγιομο, να ψάχνομαι συνέχεια μήπως μέσα στο Γιάννη γνωρίσω και τον Άνθρωπο.

Και συνεχώς βαδίζω τώρα πλέον, ούτε τρέχω, ούτε υποχωρώ, απλά βαδίζω σταθερά με τη σοφία του σαλιγκαριού.

Μια ιδιαίτερη μνεία σε όλους σας, λίγοι είστε και καλοί:
Στη Στεφανία, το Νίκο Πιλάβιο και σε όλη την υπέροχη οικογένειά σας (χωρίς εσάς δεν θα υπήρχε αυτό το blog), στη Μαρία τη ΦΕΜ (χωρίς εσένα ίσως δεν θα ξεκινούσα ποτέ να γράφω ποίηση), στον Ιωάννη Παπαστρατή (φίλο μου βαφτισιμιό και αδελφό που τον χαίρομαι μέρα με τη μέρα που περνάει όλο και πιο πολύ), στο Δημήτρη Παπουλίδη για τον εξαίσιο χαρακτήρα του και την ευγένεια ψυχης (σε περιμένω φίλε για συλλογικό ποίημα, απλά τα προσωπικά μου δεν θέλω να τα αγγίζει κανείς.), το Ξωτικό, το Νατασσάκι, τη Ζαχαρούλα, την Ξένια – fractal, τη Θαλασσένια, τον υπέροχο ακουστικό Βασίλη – basnia, συγνώμη όσους ξεχνάω…
Και πάνω απ’ όλα τη Μάρθα ή Mara apla που με κάνει καλύτερο άνθρωπο μέρα με τη μέρα.
Σας ευχαριστώ όλους σας.

Λίγα ποιήματα μου αν δεν βαριέστε:

«Όχι, σήμερα την τέχνη μου δεν θα πάω ψηλά,
θα περπατήσω τα υγρά τα καλντερίμια τα επώδυνα,
τα έγκατα της γης δίχως αγγέλους θα περιδιαβώ
θα φτιάχνω κούτες μ’ έναν άστεγο να κοιμηθώ.

Όχι, απόψε μην μου λέτε καλό μήνα, καλή άνοιξη
αν και αντεύχομαι για τη δική σας ρότα και ρωτώ:
«Μπορείς ποτέ να δεις ένα άνθος τρυφερό
σαν προπατόρων του κιτρινισμένα φύλλα
εσύ τα σκούπιζες στην πόρτα;»

Μην γράφετε για άνοιξη, αυτή δεν σας αρμόζει
όταν την ώρα αυτή κάποιοι ψάχνουν σκουπιδοφάγους
προπάντων να μην γράφετε για φύση και ειδύλλια
πεινάει ο κόσμος για τροφή, δεν βλέπετε ρε γραφικοί;

Εγώ δεν είμαι ποιητής ούτε αργόσχολος κι ούτε έπαρση την έχω
ένα μονάχα οφείλω μαύρο κέντημα στις μάνες των νεκρών,
μια προσευχή και λίγο λάδι στο καντήλι είναι ότι μπορώ
μα μια φωνή στερνή μου λέει: «και παραπάνω»
«Και την ακούω…την ακολουθώ»

————————

«Ένα δέντρο ποτέ δεν θρηνεί για τα πεσμένα φύλλα του.
Κιτρινισμένα στο χώμα τόσο όμορφα φαντάζουν.
Θα γίνουν λίπασμα και θα ξαναγεννήσουν νέα άνθη.

Ποτέ ένας ήλιος τα γκρίζα σύννεφα δεν μίσησε
βροχές και καταιγίδες δεν έσβησαν τη λάμψη του
ανατολές και δύσεις είναι μυαλού ευρήματα.

Η πλάση δεν χώρισε το χρόνο σε εποχές
το ρου της αέναα κι ατάραχα τραβάει
μακριά από διαβήτες και τεταρτημόρια

Ο χρόνος δεν περιμένει άνοιξη ή θέρος
για να γυρίσει τις κλεψύδρες του
οι κόκκοι άμμου απλώς τα πόδια σου σκεπάζουν.

Πουλιά δεν νοιάστηκαν ποτέ για ξεροβόρια
το μόνο που ζητούν είναι η πτήση
θα ‘χουν πεθάνει το χώμα πριν αγγίξουν.

Μόνο οι άνθρωποι ψάχνουν στις ντουλάπες τους
να δουν τι ρούχα θα φορέσουν και τι χρώματα
να δουν ποια εποχή θα ντύσουν τον καθρέφτη
μα την καρδιά και την ψυχή ολόγυμνες αφήνουν.»

———————

«Πώς θες εσύ ζώο χαμερπές να σου στηρίζω ανάγκες σου
πώς θες μες τη σκακιέρα μου πιόνια σου να υψώνω ανθρωπάκι
πως θες ρε ήλιε μου ακτίνες σου να λάμπουν τις βροχές μου
πες μου τι θες σιγάλη μου κραυγή μου για να νιώσεις.

Πείτε τι θέλετε εσείς οι ποιητές, ποια τα κενά σας να καλύψω,
δώστε μου οι άστεγοι τις κλίνες σας, εκεί θε ν’ ακουμπήσω
σε κάποιας μάνας νόθο γιο εγώ θα ΄μαι πατέρας
εγώ μπροστά στων χείλων σας μειδίαμα αναδεικνείω τέρας

Εγώ στέκω δειλά στου γέροντα τον ώμο,
πεζοδρομίου ψηλαφώ δικό σας σάπιο νόμο
εγώ ευρώ δεν έδωσα σε όσους το ζητάνε
μόνο το σώμα μου απόθεσα δειλά
και σκέπασα με ζεστασιά
τις ρίμες του παρία

κι εκείνος μου τραγούδησε ξανά
άσμα ελευθερίας….»

—————-

«Ίσως δεν είμαι ποιητής, ονόμασέ με
ίσως δεν είμαι αυτό που είμαι δω, κυνήγα με
ίσως της μοίρας προσκυνώ λαχτάρα μου,
απάντησέ μου…

ίσως τρελός κουρδίζω πια τα όνειρα
ίσως τρελό με φώναξε σαν με φοβάται αγάπη
για να τρυπώσω μες της λογικής το άδειο μονοπάτι
ίσως τρελός, καθόλου λογικός…

Και μες την τρέλα μου αυτή
γυρνάω μα δεν βρίσκω
ούτε άνθρωπο και σιγαλιά
πέτρα μήτε ιβίσκο»

————-

«ΚΟΙΤΩ..
ΚΟΙΤΩ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ ΜΟΥ..
ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ..
ΣΚΟΥΡΟΧΡΩΜΟ ΦΟΝΤΟ ΑΧΡΩΜΗΣ ΨΥΧΗΣ..
ΠΟΛΛΟΙ ΣΑΝ ΚΑΙ ΜΕΝΑ…
ΤΙ ΝΑ ΠΩ…
ΕΛΠΙΔΑ,ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ,ΑΝΑΤΑΣΗ
ΔΥΟ ΧΕΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΡΟΖΟΥΣ..
ΑΝΤΕΧΟΥΝ, ΜΕ ΑΓΓΙΖΟΥΝ..
ΚΑΙ ΕΓΩ ΡΙΓΩ
ΑΠΟ ΑΝΕΛΠΙΣΤΗ ΧΑΡΑ
ΚΑΙ ΒΑΛΣΑΜΟ..ΕΝΩΣΗΣ ΚΟΡΜΙΟΥ ΨΥΧΗΣ..
ΔΕΝ ΠΟΝΑΩ ΠΙΑ…
ΤΙΜΩ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΝ…»

ΜΑΡΘΑ.

«Mια ζωή ξαπόσταινα στης λήθης τον Καιάδα…
σε σκουπιδότοπους τρεφόμουνα παρέα με γλαρόνια…
έβλεπα ελπίδες μάταιες σε ένα θαμπό ξημερώμα…
τα μάτια μου τα παιδικά σε σάπιο σώμα τα γερνούσα…
άφηνα μόνη τη ζωή μέσα σε πλουμιστές κορδέλες…
σε ανοιχτές επιστολές σάλιωνα τα νεκρόσημα…

Μέχρι που ήρθες ξαφνικά εσύ να με τιμήσεις…
με μια πνοή του έρωτα μού έσβησες θανάτου μου καντήλι…
και τότε εγώ αναστήθηκα και πέταξα στους ουρανούς…
σφιχτά τα χέρια σου έπιασα και τότε γίναμε ένα…
και τότε ο ήλιος κρύφτηκε ντροπαλός…
την πλάση σαν τυφλώσαμε με της αγάπης ΦΩΣ μας…»

ΓΙΑΝΝΗΣ
——————-

Να είστε όλοι καλά, δεν μπαίνω συχνά πλέον εδώ, αλλά είμαι εδώ. Σας Ευχαριστώ, έτσι απλά και ταπεινά.

κι άντε να βγάλεις άκρη…

•06/02/2011 • 12 Σχόλια

Άντε, καλά να περάσετε και καλές… αποκρυπτογραφήσεις!

1

«ΟΤΙ ΣΚΑΤΑ ΤΣΙ ΤΟΥΦΤΙΑΡ ΠΤΑΓΚΤΑ», όχι δεν είναι H.P. Lovecraft και ύμνος στον Ctulhu, σημαίνει: ό,τι σκατά και το φτυάρι είναι, συνήθως το λένε όταν κάποιος που είναι μαλάκας κάνει παρέα με έναν άλλον μαλάκα…

2

3

4

5

πράσινη από έξω, κόκκινη μέσα, και με πολλά μαύρα κουκούτσια 😉

6

Από την Αγιάσο Μυτιλήνης.

«κι ὅσ’ ἄστρα γύρω βρίσκονται στὴν ἔκπαγλη
σελήνη παρευθὺς τὸ φωτεινὸ τους πρόσωπο
κρύβουν κάθε φορὰ ποὺ ἐκείνη ὁλόγιο
μη καταλάμπει τὴ γῆ τὴ σκοτεινὴ ἀνεβαίνοντας
~ ἀσημοκαπνισμένη.»
Όσ’ άστρα γύρω βρίσκονται – Σαπφώ / Οδυσσέας Ελύτης
μουσική: Nίκος Ξυδάκης
ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη

Μυτιλήνη για δύο…

•02/02/2011 • 18 Σχόλια

«Αν υπάρχουνε τόσοι λίγοι Κροίσοι στην εποχή μας, είναι γιατί λίγοι, ελάχιστοι
πραγματικά ξέρουν να βλέπουν.
Πολύ περισσότερο σ’ ένα νησί όπως η Μυτιλήνη
που για να προσφέρει μια τόσο πλούσια
και καθαρή τροφή στα μάτια, θα έλεγες
ότι πρέπει να ‘ναι κανένας τρελός
ή αόματος ώστε να μείνει
εδώθε από το φώς.»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ένα πρωινό διέσχισα κι εγώ το Αιγαίο με προορισμό τη Μυτιλήνη…

1

Ο ήλιος αρχίζει σιγά σιγά και ζωγραφίζει το νέο του καμβά…

2

Το υπέροχο σπιτάκι που νοικιάζαμε ντυμένο με ξύλο και πέτρα.

3

Η σπάνια εικόνα της Παναγίας της Γαλατούσας που απεικονίζει το θηλασμό του Θείου Βρέφους.

4

Γραφικό καφενεδάκι στην Αγιάσο…

5

Το δέντρο όπου έμενε ο Θεόφιλος για να διαλογιστεί και να εμπνευστεί.

6

και το εσωτερικό του…

7

Χρώματα παντού…

8

Το εσωτερικό της εκπληκτικής ταβέρνας της Μένης στον Καρυώνα.

9

Θαυμάζοντας το μεγαλείο της φύσης…

10

Άποψη του Κάστρου στο Μόλυβο.

11

Και η σκάλα του.

skala

Η μονή Λειμώνος έσφυζε από ζωή. Δύο παγώνια μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού… Χμμ, τι άραγε σκέφτονται για την ανθρώπινη ασχήμια;

12

Υπήρξαν και τα απρόοπτα, αλλά δεν βαριέσαι, μπροστά σ’ αυτά που ζήσαμε και είδαμε τίποτα δεν μας χάλαγε!
(μια ψυχή σκέφτομαι που με μια οδοντόβουρτσα είδε κι έπαθε να βγάλει τη λάσπη από τα παπούτσια!!!)

14

Το μουσείο του Θεόφιλου, τα έργα του οποίου τυγχάνουν κακομεταχείρισης… Το βρήκαμε κλειστό, την άλλη φορά επίσκεψη σ’ αυτό και του Τεριάντ.

15

Η Θαυματουργή εικόνα του Αγίου Ταξιάρχη (Αρχάγγελου Μιχαήλ) Μανταμάδου. Θα βοηθήσει σίγουρα τον Θανασό της Θαλασσένιας που περνάει δύσκολες ώρες…

16

Η σκάλα Συκαμνιάς. Εδώ είναι το πατρικό του Στρατή Σταματόπουλου ή ευρύτερα γνωστού ως Στρατής Μυριβήλης. Ίσως το κορυφαίο μέρος που αντίκρισα στη Μυτιλήνη, και πώς να μην εμπνευστείς εδώ…

17

Μια εικόνα σαν ζωγραφιά…

18

Τώρα δυστυχώς είμαστε μακριά με την αγάπη μου. Ατενίζουμε κι οι δύο μια προκυμαία μόνοι. Αλλά οι ψυχές και οι καρδιές μας είναι ενωμένες, τα σώματα χρειάζονται λίγη υπομονή για να ξαναβρεθούν.
Πάντα ένας αποχωρισμός πονάει. Αλλά μόνο τότε αντιλαμβανόμαστε την παραγματική αξία της κάθε στιγμής, του κάθε ακούσιου αγγίγματος, της κάθε αμυδρής ανάσας, του κάθε ανεπαίσθητου βλέμματος που ζήσαμε μαζί με κάποιον.
Και τότε η απουσία γίνεται δάσκαλος και μαθητής ταυτόχρονα.
Διδάσκει τη προσμονή και τη καρτερικότητα, αλλά σηκώνει το χέρι αδημονώντας να μάθει το πότε ξανά μαζί…
Σύντομα αγάπη μου…

20

«Η αγάπη είναι μια ορμητική διάθεση να κάνεις ευτυχισμένο κείνον που αγαπάς, με έξοδά σου. Στην ανάγκη, με θυσία και με ταπείνωση.»

«Η αγάπη είναι προσφορά, δεν είναι κατοχή.»

«Είναι αγάπη που αρπά σα θεριό και ξεσκίζει, κι είναι πάλι αγάπη που δίνεται.»

«Είναι θαυμάσιο πράμα, λοιπόν, η υγεία. Τόσο θαυμάσιο, ώστε δε σε ειδοποιεί καν όταν είναι κοντά σου. Σαν μας αφήσει μονάχα πληροφορούμαστε για την ύπαρξή της… αναδρομικώς. Δεν είναι παράξενο;»
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ – Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ

«Δεν είναι κακοί οι άνθρωποι, φτάνει να καταλάβει ο ένας τον άλλο.»
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ- Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΝΑ

«Η πιο πικρή αρρώστια της ψυχής είναι η αμφιβολία.»

«Ω! Ας ήτανε Θεός στον ουρανό, μονάχα για ν’ ακούσει τούτη την προσευκή μου κ’ εγώ θα του συχωρνούσα όλες τις δυστυχίες που αφήνει να δέρνουν έτσι αλύπητα τους ανθρώπους.»

«Δεν προσευχήθηκα ποτέ στις κρίσιμες ώρες της ζωής μου. Δεν αιστάνθηκα ποτέ την ανάγκη. Δεν μ’ αρέσουν οι μονόλογοι, προπάντων στις τραγωδίες.»

«Η λογική είναι το πιο αδύνατο μετερίζι μπροστά στις έξαλλες και ακατανίκητες ενέργειες της ψυχής και της φαντασίας.»

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ – Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ

Κύριε, ικετεύω σε, λυπήσου τις αμαρτίες μου. Μη μου τις συγχωρέσεις, γιατί μέσα στη συγχώρεση είναι η λήθη.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ – ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ

Να είστε όλοι καλά εύχομαι και να ζείτε την κάθε στιγμή μανιωδώς, να μην επαναπαύεστε, να καλλιεργείτε τις ρίζες σας βαθύτερα, να μην φοβάστε να αισθάνεστε και να το εκφράζετε, να μην φοβάστε να κοιτάζεστε στον καθρέφτη, να αγαπάτε τον εαυτό σας, κατόπιν τους άλλους. Τότε και μόνο τότε θα μπορείτε να δεχτείτε και την αγάπη των άλλων.

Κλείνω με ένα βίντεο που έφτιαξε η διαδικτυακή μου φίλη Λίτσα για ένα μου ποίημα που της άρεσε πολύ. Το έντυσε με υπέροχο Χατζηδάκι και πολλά λουλούδια, την ευχαριστώ κι από εδώ εκ καρδίας:

François Villon: Μέγας Καταραμένος Ποιητής…

•20/01/2011 • 13 Σχόλια

1

Ο πρώτος «καταραμένος ποιητής» της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση. Από τον προστάτη του, που ‘τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ’ οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα «εκλεκτά» μέλη του παρισινού υποκόσμου.
Η εγκληματική δράση του αρχίζει το 1455 με τον φόνο του ιερέα Σερμουάζ. Αν κι ο ιερέας, προτού πεθάνει, ζητά να μη φυλακιστεί, έχει ήδη, εγκαταλείψει το Παρίσι. Επόμενος σταθμός, το Κολέγιο Ναβάρας, από όπου κλέβει 500 χρυσά σκούδα μαζί μ’ άλλους τέσσερις συνεργάτες. Έχοντας πάρει μερίδιο, περιπλανάται στη Γαλλία και μπλέκει με τη φοβερή συμμορία των «Κοκιγιάρ» από τους οποίους μαθαίνει το ακατανόητο γλωσσικό ιδίωμα, το «ζαργκόν», στο οποίο έγραψε ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ’ αυτές, μάλιστα, δίνει συμβουλές στους φίλους, πως να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η αστυνομία.
Ο πλάνητας κακοποιός φτάνει πεινασμένος και σ’ άθλια κατάσταση στο Μπλουά. Εκεί ο Κάρολος, Δούκας της Ορλεάνης κι αξιόλογος ποιητής, του προσφέρει άσυλο. Η περίφημη μπαλάντα του με τις αντιθέσεις σε κάθε στίχο -όπως το: «πεθαίνω από δίψα πλάι στη πηγή…»- γράφτηκε κείνη τη περίοδο σε ποιητικό διαγωνισμό που οργάνωσε ο Κάρολος. Γι’ άγνωστο όμως λόγο, φυλακίστηκε στην Ορλεάνη και περίμενε τη θανάτωση. Ο προστάτης Κάρολος, τον αποφυλακίζει. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι όπου έχει πάρει αμνηστία για τη κλοπή στη Ναβάρα, αλλά η συμμετοχή στον τραυματισμό ενός συμβολαιογράφου, τον οδηγεί, το 1462 και πάλι στα σκοτεινά κι υγρά κελιά. Η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σ’ εξορία 10 χρόνων κι από το 1463, τα ίχνη του χάνονται. Ουδείς γνωρίζει που, πότε και πως πέθανε. Από το ποιητικό έργο του σώθηκαν μόνο 3.000 στίχοι. Θεωρείται βέβαιο πως το έργο του «Το Ρομάντζο Της Διαβολοπορδής», που ‘γραψε μετά τις φοιτητικές αναταραχές του 1453, έχει χαθεί.
3 χρόνια μετά γράφει το ποίημα «Κληροδοσία» (Le Lais) πιο γνωστό με το όνομα «Μικρή Διαθήκη», όπως το παρουσίασαν αργότερα οι εκδότες, σ’ αντιδιαστολή με τ’ άλλο του έργο, τη «Μεγάλη Διαθήκη» που έγραψε όταν αποφυλακίστηκε από το Μαιν-Συρ-Λουάρ το 1461. Η «Κληροδοσία» είναι ένα πολύ εύθυμο ποίημα, που ‘γραψε όταν εγκατέλειπε το Παρίσι απογοητευμένος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Σ’ αυτό κληροδοτούσε στους φίλους του «τα παλιά του παπούτσια, τη «καλή» του φήμη, «το γάιδαρο και το σπαθί του», αν και το τελευταίο το ‘χεν ήδη δώσει ως ενέχυρο. Το πιο σημαντικό του έργο είν’ η «Διαθήκη» αποτελούμενη από 163 οκτάστιχες στροφές, στις οποίες παρεμβάλλονται 16 μπαλάντες και μικρότερα ποιήματα. Ανάμεσα στις αριστοτεχνικά δομημένες μπαλάντες, είναι η «Μπαλάντα Των Παροιμιών», η «Μπαλάντα Των Κυράδων Του Παλιού Καιρού», η «Μπαλάντα-Προσευχή», η «Μπαλάντα Των Κρεμασμένων», η «Μπαλάντα Για Τη Πόρνη Χοντρό-Μαργκό», τις οποίες ο Βάρναλης είχε χαρακτηρίσει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο «Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος».
Οι μπαλάντες ακόμη και σήμερα είναι δροσερές, πρωτότυπες και με μεγάλην εκφραστική δύναμη. Η ποίηση του αναδύεται ολοζώντανη χωρίς επιτήδευση, προσποίηση, ρητορεία ή περίτεχνα γλωσσικά στολίδια. Είναι γνήσια κι ειλικρινής, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή, τα εγκλήματα του, τον φόβο της φυλάκισης, τη φρίκη της αγχόνης. Το κέφι του, όμως, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε στις χειρότερες του στιγμές.

2

Η Μπαλάντα Του Μπλουά

Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Στ’ «αβέβαιος» πάντα βρίσκω τ’ «ορισμένος»
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -«Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές

Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Η Μπαλάντα Των Φτονερών Γλωσσών

Σ’ αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ’ ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο
-για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά-,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ’ αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ’ αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου -π’ όμοια έχει καλά-
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ’ αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ’ όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ’ αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ’ αίμα που το ξεραίνουνε σ’ αγγειά
οι κουρέηδες, -σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι- μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλίσματα, -δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ-,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένονε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

σε μετάφραση Σπύρου Σκιαδαρέση

Η Μπαλάντα Των Κυριών Του Παλιού Καιρού

Πέστε μου που, σε ποιό μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκια σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Που ‘ν’ η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. ‘Αλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στον Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μάιν, η Σπαρτιάτισσα Ελένη
κι η καλή Ιωάννα από τη Λοραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Πρίγκηψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;

Απόδοση-Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

Η Προσευχή Του Francois Villon

Αφού γυρίζει ακόμα η γης, αφού το φως ξεκάθαρα λάμπει,
Λόρδε, βοηθείστε καθέναν απ’ αυτούς που στερούνται.
Στον σοφό δώστε υγιές μυαλό, για τον δειλό χαρίστε έν’ άλογο.
Ξοδέψτε στους ευτυχείς και παρακαλώ μη ξεχάσετε και με.

Ξέρω πως είστε ικανότερος όλων, πιστεύω στη σοφία σας,
όπως ο ετοιμοθάνατος στρατιώτης, πιστεύει πως θα ξαναζήσει στον παράδεισο.
Όπως κάθε αφτί ακούει και πιστεύει τις σιωπηλές σας κουβέντες,
όπως οι ίδιοι πιστεύουμε, μη ξέροντας τι δημιουργούμε.

Μπαλάντα Στην Αγαπημένη

Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;

Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ’ το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική…
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.

Θα’ ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ’ αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να ‘μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ’ όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!

Πρίγκιπα, απ’ όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει…