Κατά συνθήκην, ενεός ποτέ…

1

Την ύβρη που διέπραξες εγώ δεν συγχωρώ
απόγονε και είλωτα του πάθους και της έπαρσης.
Θάβω παιδιά όχι με φτυάρι και χρυσάνθεμα
μα δανειζόμενος της μήτρας τους τα χέρια,
βαφτίζω μ’ αίμα τα καθάρια νερά που σε ποτίζουν άνθρωπε
νοθεύω σπέρμα σου να σ’ εξαλείψω θέλω από εδώ.
Ύβρη διέπραξες, αλλά δεν μένω ενεός,
καταστροφές που ούτε η βίβλος είχε φανταστεί
με μένος και οργή εγώ θα σου δωρίζω απλόχερα,
μέχρι να μάθεις τ’ όνομά μου.
Χορτάρια πια δεν θα πατείς, ούτε αέρα θ’ ανασαίνεις,
σε αγκάθια χαμερπής θα σέρνεις πλέον των χνώτων σου τη σήψη.
Τη λέξη Κάθαρσις ποτέ δεν γνώρισες, αλλά θα μάθεις δυστυχώς το όνομά μου:
Νέμεσις.

2

Όχι, φεγγάρια πλέον δεν κοιτώ, τις πλάτες μου γυρίζω
μισώ το στρογγυλό, το ολάκερο, το ολοκαμωμένο.
Γίνε κι εσύ κάτι μισό αν θες να γίνουμε ένα,
όπως λειψός είμαι κι εγώ από τη γη τη στέρφα.

Όχι, τον κεραυνό πλέον δεν τον προτιμώ
πιο γρήγορα εγώ φεύγω, δικά μου για ταξίδια
την αστραπή τυφλώνω με σπίρτου λάμψης εκπνοή
καθώς θα χύνει νικοτίνη ηδονικά στα χείλη μου.

Όχι, εσείς πισώπλατα για μένα μην χαλιέστε
ούτε και να απασχολώ κλεψύδρες σας να ρέουν και για μένα,
δεν ζήτησα ποτέ από κανέναν κάτι, ίσως γιατί δεν ένοιωσα
ποτέ μου αρκετός.

Αφήστε με τουλάχιστον να αγναντεύω κάτι,
να κυματίζω μία θάλασσα ρηχή,
ενός λοφίσκου κορυφές εγώ να βάζω πέτρες,
σ’ ένα παιδί που πλένει τζάμια να του χαρίσω λίγο ψωμί,
λίγο μόνωση να βάλω σε χαρτονένια κούτα που κοιμάσαι,
πολύ μονωτική ταινία έχετε στο στόμα σας, φιμωμένοι, δώστε λίγη…

Καλόψυχος δεν είμαι εγώ, είμαι νευριασμένος
σαν βλέπω κάποια μάτια στο δρόμο εκστατικά
μισώ και τις αγάπες σας, μισώ τα εφήμερά σας.

Ποτέ ξανά μην κοιταχτείς στα μάτια μου,
αν δεν ξέρεις να διαβάζεις…

3

Γιατί με σταυρώνετε με σκουριασμένα καρφιά
που βγάλατε από άλλων τις καρδιές;
Τουλάχιστον χώστε μου νέα, ασημένια,
που μόλις τώρα ακονίσατε.
Και μην φοβάστε, ποτέ μου βράχο δεν θα κινήσω εκατοστό.
Δεν πρόκειται ποτέ ξανά ν’ Αναστηθώ…

Κι ήρθα απόψε για να πιω
έναν καφέ μαζί σας
σε τούτο το καφέ των ποιητών
τι ανάσα, πόσο χάδι…

Μα ξέχασες κονιάκ εσύ να με κεράσεις
κι έμεινα με τους ζωντανούς μονάχα να αγροικάω,
παξιμαδάκι έφαγα, τη σησαμένια γεύση του νεκρού
ποιος να μπορεί ουρανός μονάχος να χωνέψει;

Με πατερίτσες όταν βαδείς καθρέφτης ποιος θα σε θωρεί
τα άστρα θα λάμπουν πάντα αόματε να σου στραγγιξουν δάκρυα
που που μόνο σαν ξανεμιστούν θα βλέπεις στο σκοτάδι
μ’ αυτά που τα μάτια σου που δεν έκλεισες ποτέ
μπας επιτέλους δεις…

6

Συγγνώμη, αλλά η Μάνα Αλήθεια δεν με βύζαξε ποτέ,
ούτε και μια Αλήθεια κάθισε στο τραπέζι μου, δεν είχε χώρο βλέπεις,
όλων εσάς τις θεωρίες σας ήθελα να ταΐσω,
με τα γαμψά σας νύχια τα μαύρα σας τα δόντια σαν γυμνάζατε.

Συγγνώμη, αλλά Εγώ δεν είσαι εσύ,
μην προσπαθείς με λόγια να με εντάξεις πουθενά γελοίε,
ποτέ δεν ένοιωσες τον πόνο μου αστείε,
συγγνώμη, αλλά εσύ δεν είμαι εγώ…

Συγγνώμη για το ωραίο προσωπείο που σου χάραξα,
για τα μελάνια που στα μάτια σου τα χύνω,
ελπιδοφόρα τα μηνύματα σαν έγραφες
μα τώρα μένει μοναχός ο σάπιος στύλος.

δ

Θέλω να δείτε λίγο μιαν εικόνα
δεν ξεστομίζω τίποτα,
ούτε σπουδαία επίθετα δεν βρίσκω
μήτε με ωραία ρήματα ζωές σας θα ανθίζω
προπάντων την αγάπη μου με βάθη χρόνου τη πενθώ.
Θέλω να δεις αυτά τα περιστέρια
να νιώθεις μες στις χούφτες σου τσιμπήματα
τα νεογνά τους να ταΐζουν μυρωδιά σου
μες τις φτερούγες τους να θέλεις να χωθείς.
Θέλω να ‘ρθείς απόψε στο πέταγμά μου
ταίρι μου να σε αποκαλώ και συνοδό
σκουλήκια γης κι επίγειες τροφές μην με φιλέψεις
μονάχα κέρνα με μια βραδιά στον ουρανό.
Θέλω δειλά αύριο να με ξυπνήσεις
να πεις πως ήταν λόγια ποιητικά
ξέρω στην αγκαλιά σου εγώ πεθαίνω
για δυο σου χάδια ευβλαβικά.

h

Ενώ εγώ που διάβασα κάποτε Παλαμά
κακή φωτιά δεν γνώρισα ποτέ στα στήθη μου να καίει,
μόνο ένα ψύχος ένιωσα σαν κοίταξα στην άνοιξη
τα μπλαβιασμένα τρυπημένα μπράτσα σου.

Εγώ που ανακατεύω τώρα γράμματα, αχό πλέον δεν βγάζω
όχι από τις φλέβες σου που ουσίες τώρα τις δονούν
όχι από τα μάτια σου που δεν στραγγίζω δάκρυ
σε κέρασα λίγη καρδιά, μα εσύ ζητούσες πρέζα.

Δειλά με γνώρισες, θυμόσουν τ’ ‘ονομά μου,
Γιάννη, μου είπες, δώσε ένα ευρώ,
κι εγώ ο μαλάκας δειλά να σ’ αποφύγω
με πέντε ευρώ έχτισα την ταφόπλακά σου…

ζ

Ζήτα μέχρι το ήτα χωρίζει ένα ωμέγα
ζωή να συναντήσεις είναι μακρύς ο δρόμος
μα εσύ τον περπατάς ξυπόλυτος…

Αυγή μέχρι το σούρουπο απέχει μιαν ανάσα
κι εσύ ηδονικά τη βγάζεις, έχεις κουραστεί
από ακτίνων φαιδρών ήλιων χάιδεμα στα μάτια σου.

Σε μια αγκαλιά του φεγγαριού τυλίγεσαι
σε τόπους που κουρνιάζω τώρα εγώ
στα χρώματα της αύρας μου αναμιγνύεσαι
παίρνω φεγγάρι παραμάσχαλα και προχωρώ
δικής σου μιας καρδιάς τους χτύπους προσμονώ…

Για όλη τη σαπίλα του ανθρώπου, για όλη τη σήψη των ιδανικών, για όλους όσους επαγρυπνούμε, για όλους τους κάκτους που θα γεννήσουν άνθη, για όλη τη φύση που θα ξαναβαφτεί πράσινη, για όλα τα παράσιτα που θα εκλείψουν μη βρίσκοντας ξενιστές…

~ από jokar στο 22/03/2011.

4 Σχόλια to “Κατά συνθήκην, ενεός ποτέ…”

  1. ΌΤταν αναρτάς τα ποιήματά σου γοητεύομαι.Παρ’όλο που για τα περισσότερα χρειάζομαι διερμηνέα.Σιγά-σιγά θα έρθει και η κατα-νόηση.

    Το τριήμερο θα σου κάνει και καλό καιρό…

    !!ΑΦ!! ΑΝΦ μου (Αδελφέ-νονέ-Φίλε)

  2. Επίσης ένα καλό τριήμερο σου εύχομαι ΑΒΦ μου!!!

  3. Δεν πιστεύω να ήταν σπόντα για το φεγγάρι μου αυτό ε;;;;

Σχολιάστε